ἐπόγδοος: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(6_17) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπόγδοος''': -ον, Λατ. sesquioctavus, 1+¹/8, Πλάτ. Τίμ. 36Α, Β: ― ἐπ. [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] τοῦ 8/9, Πλούτ. 2. 367F· ἐπ. [[τόκος]], [[τόκος]] ἀναβαίνων εἰς τὸ ¹/8 τοῦ κεφαλαίου, δηλ. 121/2 ἐπὶ τοῖς ἐκατόν, Δημ. 1212. 2. ― Πρβλ. [[ἐπίτριτος]]. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπόγδοον· [[τόνος]] [[μουσικός]]». | |lstext='''ἐπόγδοος''': -ον, Λατ. sesquioctavus, 1+¹/8, Πλάτ. Τίμ. 36Α, Β: ― ἐπ. [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] τοῦ 8/9, Πλούτ. 2. 367F· ἐπ. [[τόκος]], [[τόκος]] ἀναβαίνων εἰς τὸ ¹/8 τοῦ κεφαλαίου, δηλ. 121/2 ἐπὶ τοῖς ἐκατόν, Δημ. 1212. 2. ― Πρβλ. [[ἐπίτριτος]]. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπόγδοον· [[τόνος]] [[μουσικός]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπόγδοος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από μια ακέραιη [[μονάδα]] και ένα όγδοο<br /><b>2.</b> (για τόκο) αυτός που αντιστοιχεί στο όγδοο του κεφαλαίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>μουσ.</b> [[μείζων]] [[τόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, 1 1/8, Pl.Ti.36a, 36b ; ἐ. λόγος the ratio
A of 9 : 8, Plu.2.367f; ἐ. [τόκος] interest at the rate of 1/8 of the principal, i.e. 12 1/2%, D.50.17 : neut. as Subst., whole tone in Music, Philol.6, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1006] das Ganze u. den achten Theil davon, 11/8 enthaltend, Plat. Tim. 36 b; τόκος, wenn die Zinsen den achten Theil des Kapitals betragen, Dem. 50, 17; λόγος, das Verhältniß 8: 9, Plut. de procr. anim. Tim. 12. Vgl. ἐπίτριτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπόγδοος: -ον, Λατ. sesquioctavus, 1+¹/8, Πλάτ. Τίμ. 36Α, Β: ― ἐπ. λόγος, ὁ λόγος τοῦ 8/9, Πλούτ. 2. 367F· ἐπ. τόκος, τόκος ἀναβαίνων εἰς τὸ ¹/8 τοῦ κεφαλαίου, δηλ. 121/2 ἐπὶ τοῖς ἐκατόν, Δημ. 1212. 2. ― Πρβλ. ἐπίτριτος. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπόγδοον· τόνος μουσικός».
Greek Monolingual
ἐπόγδοος, -ον (AM)
1. αυτός που αποτελείται από μια ακέραιη μονάδα και ένα όγδοο
2. (για τόκο) αυτός που αντιστοιχεί στο όγδοο του κεφαλαίου
μσν.
μουσ. μείζων τόνος.