ἐπιτάκτης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(eksahir)
(14)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que manda]]
|esgtx=[[que manda]]
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτάκτης]], ό (AM) [[επιτάσσω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διατάσσει, ο [[επιτακτήρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτακτικός]], [[δεσποτικός]] (ως μετφρ. του λατ. imperiosus).
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάκτης Medium diacritics: ἐπιτάκτης Low diacritics: επιτάκτης Capitals: ΕΠΙΤΑΚΤΗΣ
Transliteration A: epitáktēs Transliteration B: epitaktēs Transliteration C: epitaktis Beta Code: e)pita/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A commander, Gp.17.2.4 : used to transl. Lat. Imperiosus, the surname of Manlius Torquatus, Plu. 2.308e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπιτάσσων, Γεωπ. 17. 2, 4· ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. Imperiosus, ὅπερ ἦν ἐπώνυμον τοῦ Μανλίου ἢ Μαλλίου Τορκουάτου, Πλούτ. 2. 308Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
l’Impérieux (T. Manlius Torquatus).
Étymologie: cf. ἐπιτακτήρ.

Spanish

que manda

Greek Monolingual

ἐπιτάκτης, ό (AM) επιτάσσω
μσν.
αυτός που διατάσσει, ο επιτακτήρ
αρχ.
επιτακτικός, δεσποτικός (ως μετφρ. του λατ. imperiosus).