αδολέσχης: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:33, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, -ον)
φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς
αρχ.
οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως β' συνθ. της λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α' συνθ. της λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά μια άποψη, α' συνθ. της λ. είναι το ἄδην, δηλ. ἄδην + λέσχη (οπότε ἀδολέσχης = αυτός που μιλάει πολύ, «ο αφθόνως ομιλών»)
προβληματική όμως σ’ αυτή την περίπτωση είναι η μακρότητα του ᾱ της λ. ἀδολέσχης. Κατ’ άλλη άποψη, το α' συνθ. της λ. ανήκει στους θεματικούς τύπους της οικογένειας του ἡδύς, ἁδύς (< Fαδύς) «γλυκύς», δηλ. το ᾱδο- της λ. ἀδολέσχης παράγεται από τ. ἀ-Faδo με ἀ- στερητ., κατόπιν σιγήσεως του ενδοφωνηεντικού F με συναίρεση (οπότε ἀδολέσχης = αυτός που δεν μιλάει γλυκά). Κατ’ άλλη, τέλος, άποψη, το α' συνθ. είναι ρηματικός τ. δηλ. ᾱδο- < ἀαδο- < ἀαδεῖν (= ὀχλεῖν)
ἀδολέσχης = ο «οχληρά ομιλών», ο ενοχλητικός.
ΠΑΡ. ἀδολεσχία
αρχ.
ἀδολεσχικός αρχ.-μσν. ἀδολεσχῶ].