αειθανής: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:33, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀειθανής, -ές (Α)
αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο του θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θανής < θαν-, θ. αόρ. β' ἔθανον του θνῂσκω].