εὐπατόριον: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(6_21) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπᾰτόριον''': τό, [[βατάνη]] τις, agrimonia eupatorium (κληθεῖσα [[οὕτως]] ἀπὸ Μιθριδάτου τοῦ Εὐπάτορος), Διοσκ. 4. 41. | |lstext='''εὐπᾰτόριον''': τό, [[βατάνη]] τις, agrimonia eupatorium (κληθεῖσα [[οὕτως]] ἀπὸ Μιθριδάτου τοῦ Εὐπάτορος), Διοσκ. 4. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ εὐπατόριο(-ν) [[Ευπάτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] αστερώδη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βότανο]] [[κατά]] τών δηλητηριάσεων, που πήρε την [[ονομασία]] του από τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, ο [[οποίος]] [[πρώτος]] ανακάλυψε τη χρησιμότητά του ως αντιδότου [[κατά]] τών δηλητηριάσεων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
τό (v.l. -ος, ὁ),
A Agrimonia Eupatorium (so called from Mithridates Eupator), agrimony, Dsc.4.41. 2 = πράσιον, Ps.-Dsc. 3.105.
German (Pape)
[Seite 1087] τό, Name einer Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπᾰτόριον: τό, βατάνη τις, agrimonia eupatorium (κληθεῖσα οὕτως ἀπὸ Μιθριδάτου τοῦ Εὐπάτορος), Διοσκ. 4. 41.
Greek Monolingual
το (ΑΜ εὐπατόριο(-ν) Ευπάτωρ
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη
μσν.-αρχ.
βότανο κατά τών δηλητηριάσεων, που πήρε την ονομασία του από τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, ο οποίος πρώτος ανακάλυψε τη χρησιμότητά του ως αντιδότου κατά τών δηλητηριάσεων.