εὔκριτος: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à décider.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κρίνω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à décider.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κρίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔκριτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κρίνεται δίκαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο διακρίνει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[ολοφάνερος]] («εὔκριτόν ἐστιν ὅτι...» — [[είναι]] ολοφάνερο ότι..., <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαγνώσει [[κάποιος]] εύκολα («εὔκριτον [[νόσημα]]», Ιπποκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκρίτως</i> (Α)<br />ευδιακρίτως, με τρόπο ευκολοδιάκριτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κριτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κρίνω)
A easy to decide, οὐκ εὔ. τὸ κρῖμα A.Supp.397; εὔ. [ἐστιν] ὅτι .. it is easily discerned, manifest, Pl.Plt.272c, cf. d; εὔκριτ' ἐστί Men. Epit.136; ἴχνη distinct, Poll.5.66. 2 Medic., having a good crisis, νόσημα Hp.Aph.1.12; κρίσιες -ώτεραι Id.Acut. 14. Adv. -τως, opp. ἀνακρίτως, Pall.in Hp.2.181 D.
German (Pape)
[Seite 1076] leicht zu entscheiden, κρίμα Aesch. Suppl. 392; leicht zu sondern, deutlich, Plat. Polit. 272 c; ἴχνη Poll. 5, 66.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρῐτος: -ον, (κρίνω) περὶ οὗ εὐκόλως κρίνει τις, οὐκ εὔκρ. τὸ κρῖμα Αἰσχύλ. Ἱκ. 397· κρίσις Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· νόσημα ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1243· εὔκρ. ἐστιν ὅτι..., εὐκόλως διακρίνεται, εἶναι κατάδηλον ὅτι, Πλάτ. Πολιτικ. 272C, πρβλ. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à décider.
Étymologie: εὖ, κρίνω.
Greek Monolingual
εὔκριτος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που κρίνεται δίκαια
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», Αισχύλ.)
2. αυτός τον οποίο διακρίνει κάποιος εύκολα, ο ολοφάνερος («εὔκριτόν ἐστιν ὅτι...» — είναι ολοφάνερο ότι..., Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός τον οποίο μπορεί να διαγνώσει κάποιος εύκολα («εὔκριτον νόσημα», Ιπποκρ.).
επίρρ...
εὐκρίτως (Α)
ευδιακρίτως, με τρόπο ευκολοδιάκριτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριτός < κρίνω.