αινοπάτηρ: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(2) |
(No difference)
|
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(2) |
(No difference)
|
αἰνοπάτηρ (-ερος), ο (Α)
δυστυχισμένος πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + πατήρ.