ἡμεροποιός: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(6_18)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμεροποιός''': -όν, ποιῶν τι ἤ τινα ἥμερον, Γλωσσ.
|lstext='''ἡμεροποιός''': -όν, ποιῶν τι ἤ τινα ἥμερον, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμερος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηθο</i>-[[ποιός]], <i>θαυματο</i>-[[ποιός]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροποιός Medium diacritics: ἡμεροποιός Low diacritics: ημεροποιός Capitals: ΗΜΕΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hēmeropoiós Transliteration B: hēmeropoios Transliteration C: imeropoios Beta Code: h(meropoio/s

English (LSJ)

όν, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροποιός: -όν, ποιῶν τι ἤ τινα ἥμερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡμεροποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθο-ποιός, θαυματο-ποιός.