ἐπιρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(T22)
(13)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(L T Tr WH ἐπιρίπτω, [[see]] Rho): 1st aorist ἐπέρριψα; (ῤίπτω); to [[throw]] [[upon]], [[place]] [[upon]]: τί [[ἐπί]] τί, Vulg. projicere, to [[throw]] [[away]], [[throw]] [[off]]): [[τήν]] μέριμναν [[ἐπί]] Θεόν, i. e. to [[cast]] [[upon]], [[give]] up to, God, [[Homer]], [[Odyssey]] 5,310 [[down]].)  
|txtha=(L T Tr WH ἐπιρίπτω, [[see]] Rho): 1st aorist ἐπέρριψα; (ῤίπτω); to [[throw]] [[upon]], [[place]] [[upon]]: τί [[ἐπί]] τί, Vulg. projicere, to [[throw]] [[away]], [[throw]] [[off]]): [[τήν]] μέριμναν [[ἐπί]] Θεόν, i. e. to [[cast]] [[upon]], [[give]] up to, God, [[Homer]], [[Odyssey]] 5,310 [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=ἐπιρριπτῶ, -έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) [[ριπτώ]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[εναντίον]] κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν [[ἄνωθεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῡντες καὶ λημνίσκους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για σκυλιά) [[ακολουθώ]] τα ίχνη, ρίχνομαι στα ίχνη («αἱ δ’ [[ἐπειδὰν]] λαμπρὰ ᾖ τὰ ἴχνη ἐπιρριπτοῡσαι», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρίπτω Medium diacritics: ἐπιρρίπτω Low diacritics: επιρρίπτω Capitals: ΕΠΙΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: epirríptō Transliteration B: epirriptō Transliteration C: epirripto Beta Code: e)pirri/ptw

English (LSJ)

(

   A ἐπῐρίπτω AP5.128 (Autom.)), cast at, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Od.5.310; διώκων ἐ. ἑαυτόν throws himself upon his prey, Arist.HA629b20; Βρούτῳ τὴν αὑτοῦ φοινικίδα ἐ. Plu.Ant.22; χεῖρα ἐ., Lat. manum injecit, AP9.84 (Antiphan.): metaph., ἐ. πλάνας τινί A.Pr.738; ψευδεῖς αἰτίας ἐ. D.S. 14.12; τὴν μέριμναν ἐπὶ [θεόν] 1 Ep.Pet.5.7; inflict, πολλὰσκληρὰ . . ἐπιρριφήσεται, c. dat., Nech.in Cat.Cod.Astr.7.146.    2. apply a plaster or fomentation, Sor.1.50 (Pass.), 69; σκεπάσματα Dsc.5.88.    3. Pass., -όμενα σκιρρώματα spreading over the surface, Id.1.42.    4. requisition, ἔργα PTeb.5.249 (ii B.C.); ἱερεῖα τρέφειν ib.183.    5. metaph. in Pass., to be imminent, οὐ βραχὺς ἐπέρριπτο κίνδυνος Ph.2.594.    II. throw out opinions, ἀδιορίστως ἐ. περὶ τῶν λοιπῶν, v.l. for -, Arist.Metaph.986a34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρίπτω: ῥίπτω ἐναντίον τινός, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Ὀδ. Ε. 310· ὁ λέων ἐπ. ἑαυτόν, ῥίπτει ἑαυτόν, ὁρμᾷ ἐπὶ τῆς λείας του, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ῥίπτω ἐπάνω εἴς τινα, ἐπ. στεφάνους Πολύβ. 18. 29, 12· Βρούτῳ τὴν φοινικίδα Πλουτ. Ἀντών. 22· χεῖρα δ’ ἐπέρριψεν (ἐπὶ τοῦ κύτους), ἔρριψεν ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα, ἐπελάβετο αὐτοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 84: - μεταφ., προξενῶ, τῇδε γὰρ θνητῇ θεός... τάσδ’ ἐπέρριψε πλάνας Αἰσχύλ. Πρ. 738· ἐπιρρίπτω κατά τινος, ψευδεῖς αἰτίας ἐπιρρίπτων, Διόδ. 14. 12. ΙΙ. ἐκφέρω γνώμην, ἀδιορίστως ἐπ. περὶ τῶν λοιπῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 309.

French (Bailly abrégé)

jeter sur : τινί τι lancer qch à qqn ; τινι δοῦρα OD lancer des javelots contre qqn ; πλάνας τινί ESCHL jeter qqn dans des courses errantes, condamner qqn à des courses errantes.
Étymologie: ἐπί, ῥίπτω.

English (Autenrieth)

(ϝρίπτω), aor. ἐπέρρῖψαν: fling upon or at, Od. 5.310†.

English (Thayer)

(L T Tr WH ἐπιρίπτω, see Rho): 1st aorist ἐπέρριψα; (ῤίπτω); to throw upon, place upon: τί ἐπί τί, Vulg. projicere, to throw away, throw off): τήν μέριμναν ἐπί Θεόν, i. e. to cast upon, give up to, God, Homer, Odyssey 5,310 down.)

Greek Monolingual

ἐπιρριπτῶ, -έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) ριπτώ
1. ρίχνω εναντίον κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν ἄνωθεν», Ξεν.)
2. ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῡντες καὶ λημνίσκους», Πολ.)
3. (αμτβ.) (για σκυλιά) ακολουθώ τα ίχνη, ρίχνομαι στα ίχνη («αἱ δ’ ἐπειδὰν λαμπρὰ ᾖ τὰ ἴχνη ἐπιρριπτοῡσαι», Ξεν.).