οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(16) |
(No difference)
|
ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
επίρρ...
ἡδυφώνως (Μ)
με γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό-φωνος, λιγό-φωνος, ομό-φωνος κ.ά.].