θερμοστάτης: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
ειδική συσκευή που χρησιμεύει στη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας σε κλειστό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermostat < thermo- (πρβλ. θερμο-) + -stat (πρβλ. -στάτης < ίστημι)].