ιδιόλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(No difference)
|
Revision as of 06:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
η
η γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα μόνο άτομο και που έχει κατά κανόνα πολύ μικρές δομικές διαφορές σε σχέση με την κοινή γλώσσα ή κοινωνιόλεκτο, η ατομική πραγμάτωση ενός γλωσσικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. idiolect < idio- (πρβλ. ιδιο-) + -lect (πρβλ. -λεκτός < λέγω, πρβλ. διά-λεκτος)].