ημιανοψία: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(No difference)
|
(16) |
(No difference)
|
η
ιατρ. απώλεια της όρασης στο ένα ήμισυ του οπτικού πεδίου του ενός ή και τών δύο ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianopsia < hemi- (πρβλ. ημι-) + anopsia (πρβλ. ανοψία)].