ημιανοψία: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
ιατρ. απώλεια της όρασης στο ένα ήμισυ του οπτικού πεδίου του ενός ή και τών δύο ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianopsia < hemi- (πρβλ. ημι-) + anopsia (πρβλ. ανοψία)].