ἱερόθυτος: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(T22) |
(17) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[ἱεροπρεπής]]) ἱεροπρεπες (from [[ἱερός]], and πρέπει it is [[becoming]]), [[befitting]] men, places, actions or things [[sacred]] to God; [[reverent]]: [[Plato]], [[Philo]], Josephus, Lucian, others) (Cf. Trench, § 92, [[under]] the [[end]].) | |txtha=([[ἱεροπρεπής]]) ἱεροπρεπες (from [[ἱερός]], and πρέπει it is [[becoming]]), [[befitting]] men, places, actions or things [[sacred]] to God; [[reverent]]: [[Plato]], [[Philo]], Josephus, Lucian, others) (Cf. Trench, § 92, [[under]] the [[end]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱερόθυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («[[ἱερόθυτος]] [[θάνατος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο αφιερωμένος σε θεό<br /><b>3.</b> αυτός που θυσιάστηκε για την [[πατρίδα]] ή για κάποιο [[ιερό]] σκοπό<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἱερόθυτα</i><br />τα θύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύώ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεό</i>-<i>θυτος</i>, <i>πάν</i>-<i>θυτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A devoted, offered to a god, καπνός smoke from the sacrifices, Ar.Av.1265; θάνατος death as a sacrifice for one's country or any holy cause, Pi.Fr.78; ὑποδήματα δερμάτινα ἱ. IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); οἶς ἱ. SIG624.43 (ii B.C.): -θυτα, τά, sacrifices, Theopomp.Hist.76 (s. v.l.), Arist.Oec.1349b13, Plu.2.729c; of meats offered to idols, 1 Ep.Cor.10.28.
German (Pape)
[Seite 1241] Gott geopfert; ἱερ. θάνατος Pind. frg. 225 bei Plut. de glor. Ath. 7, Opfertod für's Vaterland; καπνός, Opferdampf, Ar. Av. 1265; τὰ ἱερόθυτα, Opfer, Ath. XIV, 660 c; vgl. Arist. oec. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόθῠτος: -ον, ὁ καθιερωμένος εἰς θεόν, ἱερόθυτος καπνός, ὁ ἐκ τῶν θυσιῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1265· ἱερ. θάνατος, ὁ ὡς θυσία προσφερόμενος ὑπὲρ πατρίδος ἢ ὑπὲρ ἱεροῦ τίνος σκοποῦ, Πινδ. Ἀποσπ. 225· ― τὰ ἱερόθυτα, θύματα, Θεοπόμπ. Ἱστ. 79, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 offert en sacrifice aux dieux;
2 qui concerne un sacrifice.
Étymologie: ἱερός, θύω.
Spanish
English (Thayer)
(ἱεροπρεπής) ἱεροπρεπες (from ἱερός, and πρέπει it is becoming), befitting men, places, actions or things sacred to God; reverent: Plato, Philo, Josephus, Lucian, others) (Cf. Trench, § 92, under the end.)
Greek Monolingual
ἱερόθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.)
2. ο αφιερωμένος σε θεό
3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα
τα θύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θυτος (< θύώ), πρβλ. θεό-θυτος, πάν-θυτος].