ἰσάζω: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἰσάσω : <i>Pass. ao.</i> ἰσάσθην, <i>pf.</i> ἴσασμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> rendre égal, égaliser, acc. ; <i>Pass.</i> être égalisé <i>ou</i> égalé à : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα, à qqn;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être égal à, semblable à;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἰσάζομαι devenir <i>ou</i> se rendre égal à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]].
|btext=<i>f.</i> ἰσάσω : <i>Pass. ao.</i> ἰσάσθην, <i>pf.</i> ἴσασμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> rendre égal, égaliser, acc. ; <i>Pass.</i> être égalisé <i>ou</i> égalé à : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα, à qqn;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être égal à, semblable à;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἰσάζομαι devenir <i>ou</i> se rendre égal à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[ισιάζω]] και [[σιάζω]] και [[σάζω]] (ΑΜ [[ἰσάζω]], Μ και [[σάζω]], ἐσιάζω, ἰσιάζω, [[σιάζω]])<br /><b>βλ.</b> [[σιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσος]]. Ο τ. [[σιάζω]] [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰσάζω]] με [[επίδραση]] του <i>ἴσιος</i> [[είτε]] απευθείας από το <i>ἴσιος</i>, με σίγηση του προτονικού (στο [[ρήμα]]) φωνήεντος <i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> (<i>ἡ</i>)<i>γούμενος</i>, (<i>ὑ</i>)[[βρίζω]], (<i>ὑ</i>)[[ψηλός]] κ.ά.].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάζω Medium diacritics: ἰσάζω Low diacritics: ισάζω Capitals: ΙΣΑΖΩ
Transliteration A: isázō Transliteration B: isazō Transliteration C: isazo Beta Code: i)sa/zw

English (LSJ)

—Pass., fut.

   A ἰσασθήσομαι Arist.EE 1243b31: aor. 1 ἰσάσθην Id.EN1133a14: pf. ἴσασμαι ib.b5: (ἴσος):— make equal, balance, of a person holding scales, σταθμὸν . . καὶ εἴριον . . ἀνέλκει ἰσάζουσ' Il.12.435; ἰ. τὰς κτήσεις to equalize them, Arist.Pol. 1265a38; ἰ. τὸ ἄνισον Id.EN1132a7; τὴν φιλίαν ib.1163b33:—Med., make oneself equal to another, οὕνεκ' ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (sc. Νιόβη) Il. 24.607:—Pass., to be made or to be equal, θεοῖς Pl.Ti.41c: abs., Arist. EN1133a14, al.; μήκει ποδὸς ἴχνος ἰσάζεται Nic.Th.286; δίστιχα ψήφοισιν ἰσάζεται AP9.356 (Leon.).    II intr. in Act., to be equal, Pl.Lg.773a, Arist.EN1154b24; ἀλλήλοις Id.Pol.1304a39.    2 to be even, normal, Hp.Morb.4.49. [ῑ in Hom.; ῐ in Nic.Th.286, 886.]

German (Pape)

[Seite 1262] gleich machen; von einer wägenden Frau, σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Il. 12, 435; τὰς κτήσεις Arist. pol. 2, 6; pass., ἀνάγκη πρότερον ὑπάρχειν τὴν ἀνισότητα αὐτοῖς τοῦ ἰσασθῆναι Metaph. 13, 4; ἰσάζεται ψήφοις δίστιχα Leon. Al. 14 (IX, 356); med., sich gleichstellen, gleichachten, Λητοῖ ἰσάσκετο Il. 24, 607; gleichkommen, δι' ἐμοῦ ταῦτα γιγνόμενα θεοῖς ἰσάζοιτ' ἄν Plat. Tim. 41 c; auch im act. intr., gleich sein, Legg. VI, 773 a; Pol. 6, 29, 5; D. Sic. 17, 1. [Hom. braucht ι lang.]

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάζω: μέλλ. άσω: - Παθ. μέλλ. ἰσασθήσομαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 26: ἀόρ. ἰσάσθην: πρκμ. ἴσασμαι: (ἴσος). Κάμνω τι ἴσον, φέρω εἰς ἰσορροπίαν, ἐπὶ ἀνθρώπου ζυγίζοντος, γυνὴ χερνῆτις.. σταθμὸν ἔχουσα.. ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσ’ Ἰλ. Μ. 435· ἰσ. τὰς κτήσεις, ἴσας ποιεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 10· ὥστε τὸ ἄδικον τοῦτο ἄνισον ὂν ἰσάζειν πειρᾶται ὁ δικαστὴς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 4. πρβλ. 9. 1, 1. - Μέσ., θέλω νὰ κάμνω ἐμαυτὸν ἴσον πρός τινα, οὕνεκ’ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (δηλ. ἡ Νιόβη) Ἰλ. Ω. 607. - Παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι ἴσος τινί, θεοῖς Πλάτ. Τίμ. 41C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 9, κ. ἀλλ.· μηκέτι μὲν ποδὸς ἴχνος ἰσάζεται, κατὰ τὸ βάδισμα, Νικ. Θηρ. 286. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἶμαι ἴσος, Πλάτ. Νόμ. 773Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 14, 8, Πολιτικ. 5. 4, 11, κ. ἀλλ. ῑ παρ’ Ὁμήρῳ· ῐ ἐν Νικ. Θηρ. 286, 886.

French (Bailly abrégé)

f. ἰσάσω : Pass. ao. ἰσάσθην, pf. ἴσασμαι;
1 tr. rendre égal, égaliser, acc. ; Pass. être égalisé ou égalé à : τινι ou πρός τινα, à qqn;
2 intr. être égal à, semblable à;
Moy. ἰσάζομαι devenir ou se rendre égal à, τινι.
Étymologie: ἴσος.

Greek Monolingual

και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω)
βλ. σιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση του ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση του προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι- (πρβλ. ()γούμενος, ()βρίζω, ()ψηλός κ.ά.].