ἱππονομεύς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(6_8)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππονομεύς''': έως, ὁ, ὁ βόσκων ἵππους, Γλωσσ.
|lstext='''ἱππονομεύς''': έως, ὁ, ὁ βόσκων ἵππους, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππονομεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />αυτός που βόσκει ίππους, [[αλογοβοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νομεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[νομή]] <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]])].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἱππονομεύς Medium diacritics: ἱππονομεύς Low diacritics: ιππονομεύς Capitals: ΙΠΠΟΝΟΜΕΥΣ
Transliteration A: hipponomeús Transliteration B: hipponomeus Transliteration C: ipponomeys Beta Code: *(ipponomeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A horse-keeper, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, Pferdehirt.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππονομεύς: έως, ὁ, ὁ βόσκων ἵππους, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἱππονομεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, αλογοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + νομεύς (< νομή < νέμω)].