κακοθέλω: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(7)
 
(18)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kakoqe/lw
|Beta Code=kakoqe/lw
|Definition=(incorrect form), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be illdisposed</b>, PMasp.151.177 (vi A.D.).</span>
|Definition=(incorrect form), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be illdisposed</b>, PMasp.151.177 (vi A.D.).</span>
}}
{{grml
|mltxt=και κακοθελώ (AM [[κακοθέλω]], Μ και κακοθελώ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[θέλω]], [[εύχομαι]] το [[κακό]] του άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πάπ.</b> (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) [[είμαι]] [[κακώς]], δυσμενώς διατεθειμένος [[εναντίον]] κάποιου.
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθέλω Medium diacritics: κακοθέλω Low diacritics: κακοθέλω Capitals: ΚΑΚΟΘΕΛΩ
Transliteration A: kakothélō Transliteration B: kakothelō Transliteration C: kakothelo Beta Code: kakoqe/lw

English (LSJ)

(incorrect form),

   A to be illdisposed, PMasp.151.177 (vi A.D.).

Greek Monolingual

και κακοθελώ (AM κακοθέλω, Μ και κακοθελώ)
νεοελλ.-μσν.
θέλω, εύχομαι το κακό του άλλου
αρχ.
πάπ. (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) είμαι κακώς, δυσμενώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου.