κακιότερος: Difference between revisions

From LSJ
(6_14)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκῑότερος''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] τοῦ συγκρ. [[κακίων]], Ἀνθ. Π. 12. 7.
|lstext='''κᾰκῑότερος''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] τοῦ συγκρ. [[κακίων]], Ἀνθ. Π. 12. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακιότερος]], -α, -ον (Α)<br />[[κακίων]], πιο [[κακός]], [[χειρότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. [[κακίων]] και [[κακώτερος]]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.

Greek Monolingual

κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].