κακιότερος: Difference between revisions
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(6_14) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκῑότερος''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] τοῦ συγκρ. [[κακίων]], Ἀνθ. Π. 12. 7. | |lstext='''κᾰκῑότερος''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] τοῦ συγκρ. [[κακίων]], Ἀνθ. Π. 12. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακιότερος]], -α, -ον (Α)<br />[[κακίων]], πιο [[κακός]], [[χειρότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. [[κακίων]] και [[κακώτερος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.
Greek Monolingual
κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].