κακοδαιμονικός: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_11) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοδαιμονικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων [[ἀτύχημα]], δυστυχίαν, Διογ. Λ. 7. 104, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 176. | |lstext='''κᾰκοδαιμονικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων [[ἀτύχημα]], δυστυχίαν, Διογ. Λ. 7. 104, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 176. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοδαιμονικός]], -ή, -όν (Α) [[κακοδαίμων]]<br />αυτός που προξενεί [[κακοδαιμονία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A bringing unhappiness or misfortune, πικρία Phld.Ir.p.56 W., cf. D.L. 7.104, S.E.M.9.176.
German (Pape)
[Seite 1299] Unglück bringend; D. L. 7, 104; S. Emp. adv. phys. 1, 176.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδαιμονικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων ἀτύχημα, δυστυχίαν, Διογ. Λ. 7. 104, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 176.
Greek Monolingual
κακοδαιμονικός, -ή, -όν (Α) κακοδαίμων
αυτός που προξενεί κακοδαιμονία.