καθαροποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(18)
(No difference)

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

καθαροποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθαρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, κακο-ποιός.