Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(18) |
(No difference)
|
καθαροποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθαρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, κακο-ποιός.