ἑτερόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />borgne.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ὀφθαλμός]].
|btext=ος, ον :<br />borgne.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ὀφθαλμός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφθαλμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μόνο ένα [[μάτι]] γερό, ο [[μονόφθαλμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά [[κατά]] το [[χρώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους [[κατά]] το [[χρώμα]], ο [[δίκορος]], (π.χ. ο Βυζαντινός [[αυτοκράτορας]] Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα [[μάτι]] γαλανό και το [[άλλο]] καστανό).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόφθαλμος Medium diacritics: ἑτερόφθαλμος Low diacritics: ετερόφθαλμος Capitals: ΕΤΕΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: heteróphthalmos Transliteration B: heterophthalmos Transliteration C: eterofthalmos Beta Code: e(tero/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A one-eyed, D. 24.141, Arist.Metaph.1023a5; ἑ. γενομένη ἡ Ἑλλάς, metaph., of the proposed destruction of Athens, Leptines ap. Arist.Rh.1411a5, cf. Demad.65 B., Plu.2.803a.    II with different-coloured eyes, Gp. 16.2.1.

German (Pape)

[Seite 1051] 1) mit Augen von verschiedener Farbe, Sp. von Pferden. – 2) der nur ein gesundes Auge hat, theils einäugig, auf einem Auge blind, od des einen Auges beraubt, Dem. 24, 141, theils mit einem Fehler an dem einen Auge, schielend, Sp Uebertr., Leptines bei Arist. rhet. 3, 10 μὴ ποιήσητε ἑτ. τὴν Ἑλλάδα, das eine Auge, Athen, vernichtend.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφθαλμος: -ον, μονόφθαλμος, Λατ. unoculus, luscus, Δημ. 744. 18, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 22, 4, κ. ἀλλ.· ἑτ. ποιεῖν τὴν Ἑλλάδα, μεταφ. ἐπὶ τῆς προταθείσης καταστροφῆς τῶν Ἀθηνῶν, Λεπτίνης παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7, Πλούταρχ. 2. 803Α. ΙΙ. ἔχων ὀφθαλμοὺς διαφέροντας ἀλλήλων κατὰ τὸ χρῶμα, Γεωπ. 16. 2, 1· πρβλ. ἑτρόγλαυκος. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 11 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
borgne.
Étymologie: ἕτερος, ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόφθαλμος, -ον)
1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι γερό, ο μονόφθαλμος
2. (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά κατά το χρώμα
μσν.-αρχ.
(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το χρώμα, ο δίκορος, (π.χ. ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα μάτι γαλανό και το άλλο καστανό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + οφθαλμός].