καταντικρύ: Difference between revisions
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
(Autenrieth) |
(19) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[ἀντικρύ]]. | |auten=see [[ἀντικρύ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κατάντικρα]] και κατάντικρυ και καταντίκρυ (AM [[καταντικρύ]])<br /><b>επίρρ.</b> ακριβώς [[απέναντι]], αντικριστά (α. «[[καταντικρύ]] στο [[σπίτι]] βρίσκεται η [[εκκλησία]]» β. «εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῡ σπηλαίου προσπιπτύσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αντιθέτως («κατὰ τὴν καταντικρὺ ἢ ὡς Γλαύκων λέγει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατευθείαν]] [[μπροστά]] («τοῑς μὲν οὖν ἄλλοις ἰχθύσιν ἡ [[θύρα]] τῶν ἡττόνων καταντικρὺ γίγνεται τοῑς στόμασιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> ολοφάνερα<br /><b>4.</b> (ως [[πρόθεση]]) [[κατευθείαν]] [[προς]] τα [[κάτω]] από κάποιο [[μέρος]] («καταντικρὺ [[τέγεος]] πέσε», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
Prep. c. gen.,
A straight down from, καταντῑκρὺ τέγεος πέσε Od.10.559, cf. 11.64. 2 in Att., = Homeric ἀντικρύ, over against, right opposite, πρυτάνεων καταντῐκρύ Ar.Ec.87; τὰ κ. Κυθήρων the parts opposite Cythera, Th.7.26, cf. X.HG4.8.5; κ. ᾗ . . ἐξέπεσεν exactly opposite to the point at which... dub. l. in Pl. Phd.112d: c. dat., κ. τῇ θέσει Arist.Mete.356a10; τῷ ἡλίῳ D.C.60.26. II Adv. of Place, right opposite, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Th.1.136; ἐν τῷ κ. προσστῆναί τινι Pl.Euthd.274c, cf. Prt.315c; τὸ κ. αὐτῶν τοῦ σπηλαίου Id.R.515a; ἐκ τοῦ κ. from the opposite side, ib.b; κ. ὁρᾶν look right in the face, Id.Chrm.169c; ἐπὶ τὸ κ. in the opposite direction, Arist.HA528b10 (but εἰς τὸ κ. towards the opposite end, Pl.Phd. 72b); πρὸς τὸ κ. κείμενος Plb.4.39.6. b in opposition, to the contrary, κατὰ τὴν κ. ἢ ὡς Γλαύκων λέγει Arist.Po.1461a35. 2 straight forward, Id.HA591b24; opp. πλάγια, Pl.Tht.194b. 3 outright, downright, Th.7.57 (nisi leg. καὶ ἄντικρυς) ; παραβάλλειν . . μὴ κ. Arist.Rh.1419b36. [On the quantity v. ἀντικρύ: the form καταντροκύ is found in Att. Inscrr., IG22.1668.88.]
German (Pape)
[Seite 1366] gerade gegenüber; τινί, Thuc. 7, 57 u. öfter; εἰς τὸ κατ. ἀποχωρήσαντες Plat. Lvs. 207 a, öfter; Σηστὸν κατ. ὄντα Ἀβύδου Xen. Hell. 4, 8, 5; Eubul. Ath. XI, 473 d. – Bei Hom., καταντικρὺ τέγεος πέσεν Od. 10, 559, vgl. 11, 64, entspricht es dem ἄψοῤῥον καταβῆναι, Elpenor vergaß zurück die Treppe hinunter zu gehen, ging geradeaus u. stürzte vom Dach hinab. – Bei D. Cass. 57, 7 u. Aristaen. 2, 5 steht καταντικρύς; vgl. Phryn. 443. [Bei Hom. ist des Verses wegen υ lang.]
Greek (Liddell-Scott)
καταντικρύ: πρόθ. μετὰ γεν., κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὰ κάτω ἔκ τινος, καταντῑκρὺ τέγεος πέσε Ὀδ. Κ. 559, Λ. 64. 2) παρ’ Ἀττ. = τῷ Ὁμηρικῷ ἀντῑκρύ, κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντι, πρυτάνεων καταντῐκρὺ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 87· ἐς τὰ κ. Κυθήρων, εἰς τὰ μέρη τὰ ἀπέναντι τῶν Κυθήρων, Θουκ. 7. 26· κ. ᾗ εἰσρεῖ ἐξέπεσεν, ἀκριβῶς ἀπέναντι τοῦ μέρους ἔνθα…, Πλάτ. Φαίδων 112Ε· Σηστὸν κ. Ἀβύδου Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· μεταγεν. μετὰ δοτ., κ. τῇ θέσει Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 32, ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ. τόπου, κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντι, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Θουκ. 1. 136· ἐν τῷ κ. προστῆναί τινι Πλάτ. Εὐθύδ. 274C, πρβλ. Πρωτ. 315C· εἰς τὸ κ. τοῦ σπηλαίου, εἰς τὴν ἀπέναντι πλευρὰν τοῦ σπηλαίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 515Α· ἐκ τοῦ κ., ἐκ τοῦ ἀπένταντι μέρους, αὐτόθι Β· κ. ὁρᾶν, βλέπω κατὰ πρόσωπον, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 169C· πρὸς τὸ κ. κεῖσθαι Πολύβ. 4. 39, 6. 2) κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, ἐντελῶς, πέρα καὶ πέρα, τοπικῶς τε καὶ μεταφ., Πλαταιεῖς καταντικρὺ Βοιωτοί, φανερά, Θουκ. 7. 57· εἰς τὸ κ. Πλάτ. Φαίδων 72Β, Λυσ. 207Α· ἐπὶ τὸ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 10· κ. καὶ κατὰ τὸ εὐθύ, κατ’ εὐθεῖαν, Πλάτ. Θεαίτ. 194Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 444. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἀντικρύ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 droit en bas de, gén.;
2 droit en face, en face de, gén..
Étymologie: κατά, ἀντικρύ.
English (Autenrieth)
see ἀντικρύ.
Greek Monolingual
και κατάντικρα και κατάντικρυ και καταντίκρυ (AM καταντικρύ)
επίρρ. ακριβώς απέναντι, αντικριστά (α. «καταντικρύ στο σπίτι βρίσκεται η εκκλησία» β. «εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῡ σπηλαίου προσπιπτύσας», Πλάτ.)
αρχ.
1. αντιθέτως («κατὰ τὴν καταντικρὺ ἢ ὡς Γλαύκων λέγει», Αριστοτ.)
2. κατευθείαν μπροστά («τοῑς μὲν οὖν ἄλλοις ἰχθύσιν ἡ θύρα τῶν ἡττόνων καταντικρὺ γίγνεται τοῑς στόμασιν», Αριστοτ.)
3. ολοφάνερα
4. (ως πρόθεση) κατευθείαν προς τα κάτω από κάποιο μέρος («καταντικρὺ τέγεος πέσε», Ομ. Οδ.).