καταβρεχτήρας: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
(19)
(No difference)

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
1. το καταβρεχτήρι
2. όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. -τήρ(ας), (πρβλ. ανεμισ-τήρας, οδοστρω-τήρας). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρες, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].