κατακύπτω: Difference between revisions
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
(Autenrieth) |
(19) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. κατέκυψε: [[bend]] [[down]] the [[head]], [[bow]] [[down]]. (Il.) | |auten=aor. κατέκυψε: [[bend]] [[down]] the [[head]], [[bow]] [[down]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατακύπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκύβω]] [[προς]] τα [[κάτω]] («[[πρόσσω]] γὰρ κατέκυψε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοιτάζω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>3.</b> [[στρέφω]] τα μάτια στο [[έδαφος]] από [[ντροπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κύπτω]] «[[σκύβω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A bend down, stoop, πρόσσω γὰρ κατέκυψε Il.16.611, cf. Aristeas 91, Ev.Jo.8.8; to be bowed down by shame, AP12.8 (Strato). 2 look down from a window, LXX 4 Ki.9.32; stoop down and look, εἰς τὸν βυθόν Arr.Epict.2.16.22; κ. εἴσω τοῦ Χάσματος Luc.DMort.21.1; κ. ἐς τὸ ἄστυ Id.Pisc.39, cf. Icar.15.
German (Pape)
[Seite 1357] sich bücken, niederducken, πρόσσω γὰρ κατέκυψε, Il. 16, 611. 17, 527, u. Sp., bes. den Kopf vorn überbiegen, mit vorgebogenem Kopfe und Leibe wohin gucken, hinabsehen, εἴσω τοῦ χάσματος Luc. D. Mort. 21, 1, vgl. Icaromen. 15; die Augen zu Boden schlagen, Strat. 7 (XII, 8, vgl. ibd. 176 κάτω κύψας).
Greek (Liddell-Scott)
κατακύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω πολὺ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, «σκύφτω», πρόσσω γὰρ κατέκυψε Ἰλ. ΙΙ. 611, Ρ. 527· ἐπινεύοντας ἢ κατακύπτοντας ἢ κυλινδουμένους χαμαὶ γυμνάζεσθαι Γαλην. 6. 324·- κατακάμπτομαι καὶ κύπτω ἐξ αἰσχύνης· μᾶλλον τῶν καύκων ἐρυθαίνετο, καὶ κατακύψας. Ἀνθ. Π. 12. 8. 2) κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ βλέπω εἴς τι πρᾶγμα, κ. εἴσω τοῦ χάσματος Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· κ. εἰς το ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλ. 39, πρβλ. Ἰκαρομ. 15· πρβλ. παρακύπτω (ἀντίθ. ἀνακύπτω).
French (Bailly abrégé)
1 pencher la tête, se pencher;
2 particul. pencher la tête pour regarder dans.
Étymologie: κατά, κύπτω.
English (Autenrieth)
aor. κατέκυψε: bend down the head, bow down. (Il.)
Greek Monolingual
κατακύπτω (Α)
1. σκύβω προς τα κάτω («πρόσσω γὰρ κατέκυψε», Ομ. Ιλ.)
2. κοιτάζω προς τα κάτω
3. στρέφω τα μάτια στο έδαφος από ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κύπτω «σκύβω»].