ἔκμακτος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[impreso]] ἐχθρὰ ... διέχουσι μάλιστα γέννῃ τε κρήσῃ τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι Emp.B 22.5<br /><b class="num">•</b>dud., quizá [[repujado]] o [[a impronta]] τύπος <i>Ath.Askl</i>.4.87, cf. 110 (III a.C.).
|dgtxt=-ον<br />[[impreso]] ἐχθρὰ ... διέχουσι μάλιστα γέννῃ τε κρήσῃ τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι Emp.B 22.5<br /><b class="num">•</b>dud., quizá [[repujado]] o [[a impronta]] τύπος <i>Ath.Askl</i>.4.87, cf. 110 (III a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔκμακτος]], -ον και ἐκμακτός, -όν (Α)<br />αποτυπωμένος.
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκμακτος Medium diacritics: ἔκμακτος Low diacritics: έκμακτος Capitals: ΕΚΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: ékmaktos Transliteration B: ekmaktos Transliteration C: ekmaktos Beta Code: e)/kmaktos

English (LSJ)

ον, (ἐκμάσσω)

   A express, εἴδη Emp.22.7.

German (Pape)

[Seite 768] aus-, abgedrückt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκμακτος: -ον, ἢ ἐκμακτός, όν, (ἐκμάσσω) ἀποτυπωθείς, εἴδεσιν ἐκμακτοῖσι Ἐμπεδ. 267. Θεόφρ. περὶ Αἰσθ. 16.

Spanish (DGE)

-ον
impreso ἐχθρὰ ... διέχουσι μάλιστα γέννῃ τε κρήσῃ τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι Emp.B 22.5
dud., quizá repujado o a impronta τύπος Ath.Askl.4.87, cf. 110 (III a.C.).

Greek Monolingual

ἔκμακτος, -ον και ἐκμακτός, -όν (Α)
αποτυπωμένος.