ἐξαιμάτωσις: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />fisiol. [[conversión en sangre]] de los alimentos, como una de las funciones del hígado γεννᾶσθαι ... ἐν ἥπατι κατὰ τὴν ἐξαιμάτωσιν ἀνάλογον τῇ κατὰ τὸν οἶνον τρυγί Gal.11.139, τῶν εἰσφερομένων (e.d., de los alimentos) τὴν ἐξαιμάτωσιν ὑπὸ ἥπατος γείνεσθαι <i>PMich</i>.149.4.21 (II d.C.), cf. Ph.2.244, M.Ant.4.21, [[ἀποτυχία]] τῆς ἐξαιματώσεως Paul.Aeg.3.48.1, cf. 6.40.1, πρὸς τὴν ἐξαιμάτωσιν τῷ δεξιῷ ... μέρει (τοῦ ἥπατος) Ps.Caes.154.2, cf. Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.118, Steph.<i>in Hp.Aph</i>.1.174.4, c. gen. πρὸς τὴν τῶν ὑγρῶν ἐξαιμάτωσιν Gr.Nyss.<i>Hom.Opif</i>.308.1.
|dgtxt=-εως, ἡ<br />fisiol. [[conversión en sangre]] de los alimentos, como una de las funciones del hígado γεννᾶσθαι ... ἐν ἥπατι κατὰ τὴν ἐξαιμάτωσιν ἀνάλογον τῇ κατὰ τὸν οἶνον τρυγί Gal.11.139, τῶν εἰσφερομένων (e.d., de los alimentos) τὴν ἐξαιμάτωσιν ὑπὸ ἥπατος γείνεσθαι <i>PMich</i>.149.4.21 (II d.C.), cf. Ph.2.244, M.Ant.4.21, [[ἀποτυχία]] τῆς ἐξαιματώσεως Paul.Aeg.3.48.1, cf. 6.40.1, πρὸς τὴν ἐξαιμάτωσιν τῷ δεξιῷ ... μέρει (τοῦ ἥπατος) Ps.Caes.154.2, cf. Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.118, Steph.<i>in Hp.Aph</i>.1.174.4, c. gen. πρὸς τὴν τῶν ὑγρῶν ἐξαιμάτωσιν Gr.Nyss.<i>Hom.Opif</i>.308.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξαιμάτωσις]], η (Α) [[εξαιματώ]]<br />(για [[τροφή]]) η [[μετατροπή]] σε [[αίμα]] («ἐν ἥπατι [[κατά]] τήν έξαιμάτωσιν», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαιμᾰτωσις Medium diacritics: ἐξαιμάτωσις Low diacritics: εξαιμάτωσις Capitals: ΕΞΑΙΜΑΤΩΣΙΣ
Transliteration A: exaimátōsis Transliteration B: exaimatōsis Transliteration C: eksaimatosis Beta Code: e)caima/twsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A conversion into blood, of food, ibid., Alex.Aphr.Pr.2.63, Gal. 11.139.

German (Pape)

[Seite 863] ἡ, Verwandlung in Blut, Galen.; Verwundung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιμάτωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς αἷμα μεταβολὴ τῆς τροφῆς, διὰ τὰς ἐξαιματώσεις Μ. Ἀντων. 4. 21, Γαλην. 19. 373, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 72, 34, κλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de convertir en sang.
Étymologie: ἐξ, αἱματόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
fisiol. conversión en sangre de los alimentos, como una de las funciones del hígado γεννᾶσθαι ... ἐν ἥπατι κατὰ τὴν ἐξαιμάτωσιν ἀνάλογον τῇ κατὰ τὸν οἶνον τρυγί Gal.11.139, τῶν εἰσφερομένων (e.d., de los alimentos) τὴν ἐξαιμάτωσιν ὑπὸ ἥπατος γείνεσθαι PMich.149.4.21 (II d.C.), cf. Ph.2.244, M.Ant.4.21, ἀποτυχία τῆς ἐξαιματώσεως Paul.Aeg.3.48.1, cf. 6.40.1, πρὸς τὴν ἐξαιμάτωσιν τῷ δεξιῷ ... μέρει (τοῦ ἥπατος) Ps.Caes.154.2, cf. Alex.Aphr.Pr.1.118, Steph.in Hp.Aph.1.174.4, c. gen. πρὸς τὴν τῶν ὑγρῶν ἐξαιμάτωσιν Gr.Nyss.Hom.Opif.308.1.

Greek Monolingual

ἐξαιμάτωσις, η (Α) εξαιματώ
(για τροφή) η μετατροπή σε αίμα («ἐν ἥπατι κατά τήν έξαιμάτωσιν», Γαλ.).