θρησκεύσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_16) |
(17) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρησκεύσιμος''': -ον, ἀνήκων εἰς τὴν λατρείαν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 13. | |lstext='''θρησκεύσιμος''': -ον, ἀνήκων εἰς τὴν λατρείαν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θρησκεύσιμος]], -ον (Α) [[θρησκεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λατρεία]] τών θεών ή του θεού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1218] zum Gottesdienste gehörig, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
θρησκεύσιμος: -ον, ἀνήκων εἰς τὴν λατρείαν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 13.
Greek Monolingual
θρησκεύσιμος, -ον (Α) θρησκεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λατρεία τών θεών ή του θεού.