κήρινθος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήρινθος''': ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, [[ὡσαύτως]] [[ἐριθάκη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ἕλκους, Ἡσύχ.
|lstext='''κήρινθος''': ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, [[ὡσαύτως]] [[ἐριθάκη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ἕλκους, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κήρινθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]] τών [[μελισσών]], η [[εριθάκη]], ρευστή [[κομμιώδης]] [[ουσία]], διαφορετική από το [[μέλι]], η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως [[τροφή]] τους<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] έλκους, [[είδος]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]]. Η κατάλ. -<i>ινθος</i> παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρινθος Medium diacritics: κήρινθος Low diacritics: κήρινθος Capitals: ΚΗΡΙΝΘΟΣ
Transliteration A: kḗrinthos Transliteration B: kērinthos Transliteration C: kirinthos Beta Code: kh/rinqos

English (LSJ)

ὁ,

   A bee-bread, = ἐριθάκη, Arist.HA623b23, Plin.HN11.17, Hsch.    II kind of ulcer, Id.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. ἐριθάκη.

Greek (Liddell-Scott)

κήρινθος: ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, ὡσαύτως ἐριθάκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἕλκους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κήρινθος, ὁ (Α)
1. η τροφή τών μελισσών, η εριθάκη, ρευστή κομμιώδης ουσία, διαφορετική από το μέλι, η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως τροφή τους
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος έλκους, είδος πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός. Η κατάλ. -ινθος παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].