βιοστερής: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές [[privado de medios de vida]] S.<i>OC</i> 747. | |dgtxt=-ές [[privado de medios de vida]] S.<i>OC</i> 747. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βιοστερής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> «[[στέρομαι]] «στερούμαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A reft of the means of life, S.OC747.
German (Pape)
[Seite 445] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.
Greek (Liddell-Scott)
βιοστερής: -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. βίος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
privé de ressources pour vivre.
Étymologie: βίος, στερέω.
Spanish (DGE)
-ές privado de medios de vida S.OC 747.
Greek Monolingual
βιοστερής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -στερής «στέρομαι «στερούμαι»].