κρανιηλασία: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
(No difference)
|
(21) |
(No difference)
|
η
παλαιό στρατιωτικό ιππευτικό αγώνισμα κατά το οποίο ο ιππέας που έτρεχε χτυπούσε με το ξίφος ή με το σπαθί του το κεφάλι ανθρώπινου ομοιώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -ηλασία (< -ήλατος < ελατός < ελαύνω), πρβλ. ζευγ-ηλασία, ξεν-ηλασία].