κριθάρι: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (AM κριθάριον, Μ και κριθάριν και κριθάρι)
1. το φυτό κριθή
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -άριον (πρβλ. σιτ-άριον, σωλην-άριον)].