ἀμφίδασυς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμφίδᾰσυς) -εια, -υ<br />[[bordeado de flecos]] o simplemente [[espeso]] de la Egida <i>Il</i>.15.309<br /><b class="num">•</b>[[bien poblado]] χρυσῷ ... συνήρμοσεν ἀμφιδασείας κόρσας Simon.160D.
|dgtxt=(ἀμφίδᾰσυς) -εια, -υ<br />[[bordeado de flecos]] o simplemente [[espeso]] de la Egida <i>Il</i>.15.309<br /><b class="num">•</b>[[bien poblado]] χρυσῷ ... συνήρμοσεν ἀμφιδασείας κόρσας Simon.160D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίδασυς]], -εια, -υ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] από όλες τις πλευρές [[δασύς]], [[δασύτριχος]], [[πυκνόμαλλος]], [[τριχωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δασύς]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίδᾰσυς Medium diacritics: ἀμφίδασυς Low diacritics: αμφίδασυς Capitals: ΑΜΦΙΔΑΣΥΣ
Transliteration A: amphídasys Transliteration B: amphidasys Transliteration C: amfidasys Beta Code: a)mfi/dasus

English (LSJ)

εια, υ,

   A shaggy or fringed all round, epith. of the Aegis, which was hung with θύσανοι, Il.15.309; also of the head of Marsyas, Simon.177.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίδασυς: εια, υ, ὁ λάσιος, ὁ ἀμφοτέρωθενπανταχόθεν δασύς, ἐπίθ. τῆς αἰγίδος τοῦ Ἀπόλλωνος, ἔχε δ’ αἰγίδα… ἀμφιδάσειαν «κύκλῳ δασεῖαν διὰ τοὺς θυσάνους» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 309· ὡσαύτως καὶ περὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Μαρσύου, Ποιητής παρὰ Πλουτάρχ. 2. 456Β.

French (Bailly abrégé)

hérissé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, δασύς.

English (Autenrieth)

σεια (δασύς): shaggy all around, thick-fringed, epith. of the Aegis, Il. 15.309†.

Spanish (DGE)

(ἀμφίδᾰσυς) -εια, -υ
bordeado de flecos o simplemente espeso de la Egida Il.15.309
bien poblado χρυσῷ ... συνήρμοσεν ἀμφιδασείας κόρσας Simon.160D.

Greek Monolingual

ἀμφίδασυς, -εια, -υ (Α)
αυτός που είναι από όλες τις πλευρές δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, τριχωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + δασύς.