θαλασσίτης: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
(6_2) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θᾰλασσίτης''': [[οἶνος]] ῑ, ὁ, [[οἶνος]] διατηρούμενος ἐντὸς θαλασσίου ὕδατος ἢ μεμιγμένος μετ’ [[αὐτοῦ]] Πλίν. Η. Ν. 1410. | |lstext='''θᾰλασσίτης''': [[οἶνος]] ῑ, ὁ, [[οἶνος]] διατηρούμενος ἐντὸς θαλασσίου ὕδατος ἢ μεμιγμένος μετ’ [[αὐτοῦ]] Πλίν. Η. Ν. 1410. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θαλασσίτης]], ό (Α)<br /><b>1.</b> (ενν. [[οίνος]]) [[οίνος]] που διατηρούνταν [[μέσα]] σε θαλασσινό [[νερό]] ή είχε αναμιχθεί με θαλασσινό [[νερό]]<br /><b>2.</b> μια από τις ποικιλίες του λίθου [[υάκινθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλασσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματ</i>-[[ίτης]], <i>μελιτ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ] οἶνος, ὁ, wine
A sunk in the sea, to ripen it, Plin.HN14.78.
German (Pape)
[Seite 1182] οἶνος, = θαλασσίας. Vgl. θαλασσόω.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσίτης: οἶνος ῑ, ὁ, οἶνος διατηρούμενος ἐντὸς θαλασσίου ὕδατος ἢ μεμιγμένος μετ’ αὐτοῦ Πλίν. Η. Ν. 1410.
Greek Monolingual
θαλασσίτης, ό (Α)
1. (ενν. οίνος) οίνος που διατηρούνταν μέσα σε θαλασσινό νερό ή είχε αναμιχθεί με θαλασσινό νερό
2. μια από τις ποικιλίες του λίθου υάκινθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ιτης (πρβλ. αιματ-ίτης, μελιτ-ίτης)].