κοσκινίζω: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_22) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσκινίζω''': ὡς καὶ νῦν, = [[κοσκινεύω]], Διοσκ. Παραβ. 1. 154, Ὀρνεοσόφ. κτλ. | |lstext='''κοσκινίζω''': ὡς καὶ νῦν, = [[κοσκινεύω]], Διοσκ. Παραβ. 1. 154, Ὀρνεοσόφ. κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και κοσκινάω (ΑM [[κοσκινίζω]]) [[κόσκινον]]<br />[[διαχωρίζω]] λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, [[καθαρίζω]] [[αλεύρι]], όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το [[κόσκινο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την [[υπόθεση]] και θα τά βγάλει όλα στη [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος βαριέται να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν [[κάτι]] από [[νωθρότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
A = κοσκινεύω, Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.Am.9.9, Gp.13.15.4. II metaph., thrash, beat, Hierocl.Facet.209 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
κοσκινίζω: ὡς καὶ νῦν, = κοσκινεύω, Διοσκ. Παραβ. 1. 154, Ὀρνεοσόφ. κτλ.
Greek Monolingual
και κοσκινάω (ΑM κοσκινίζω) κόσκινον
διαχωρίζω λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, καθαρίζω αλεύρι, όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το κόσκινο
νεοελλ.
1. εξετάζω λεπτομερώς, πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την υπόθεση και θα τά βγάλει όλα στη φόρα»)
2. παροιμ. «όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν κάτι από νωθρότητα
μσν.-αρχ.
χτυπώ, μαστιγώνω.