κατακλονίζω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
(19) |
(No difference)
|
Revision as of 06:41, 29 September 2017
Greek Monolingual
κατακλονίζω (Μ)
συνταράσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ-ε-κλόν-ησ-α του κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ-ε-δρόσ-ισα: κα-τα-δροσ-ίζω (πρβλ. και ηρεμ-ίζω - ηρεμ-ώ, οχλ-ίζω - οχλώ)].