κτηνόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_17)
(22)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτηνόμορφος''': -ον, ἔχων μορφὴν κτήνους, Γεώργ. Πισίδ. [[Ἡρακλ]]. 2, 51.
|lstext='''κτηνόμορφος''': -ον, ἔχων μορφὴν κτήνους, Γεώργ. Πισίδ. [[Ἡρακλ]]. 2, 51.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κτηνόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] κτήνους, [[κτηνώδης]] στη [[μορφή]], [[ζωόμορφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1519] thiergestaltig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν κτήνους, Γεώργ. Πισίδ. Ἡρακλ. 2, 51.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κτηνόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή κτήνους, κτηνώδης στη μορφή, ζωόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -μορφος (< μορφή)].