λασκάζει: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(import 2016b)
(22)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=laska/zei
|Beta Code=laska/zei
|Definition=<b class="b3">φλυαρεῖ, θωπεύει</b>, Hsch.
|Definition=<b class="b3">φλυαρεῖ, θωπεύει</b>, Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[λασκάζει]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φλυαρεῑ, θωπεύει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λάσκω]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασκάζει Medium diacritics: λασκάζει Low diacritics: λασκάζει Capitals: ΛΑΣΚΑΖΕΙ
Transliteration A: laskázei Transliteration B: laskazei Transliteration C: laskazei Beta Code: laska/zei

English (LSJ)

φλυαρεῖ, θωπεύει, Hsch.

Greek Monolingual

λασκάζει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῑ, θωπεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάσκω κατά τα ρ. σε -άζω].