λαρνακόγυιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(6_16)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαρνᾰκόγυιος''': -ον, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Πανὸς κατὰ τὸ φαινόμενον ἔκ τινος ἀφυοῦς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῶν λέξ. χηλὴ καὶ χηλὸς = [[λάρναξ]], Ἀνθ. Π. 15. 21, 16· «λαρνακόγυιον δὲ τὸν Πᾶνα, [[ἐπεὶ]] χηλόπους ἐστί· [[λάρναξ]] δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτὸς» Σχόλ.
|lstext='''λαρνᾰκόγυιος''': -ον, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Πανὸς κατὰ τὸ φαινόμενον ἔκ τινος ἀφυοῦς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῶν λέξ. χηλὴ καὶ χηλὸς = [[λάρναξ]], Ἀνθ. Π. 15. 21, 16· «λαρνακόγυιον δὲ τὸν Πᾶνα, [[ἐπεὶ]] χηλόπους ἐστί· [[λάρναξ]] δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτὸς» Σχόλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαρνακόγυιος]], -ον (Α)<br />(το <i>αρσ</i>.) <i>ὁ [[λαρνακόγυιος]]<br />[[προσωνυμία]] του Πανός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάρναξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]] «[[μέλος]] του σώματος, [[χέρι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιμερό</i>-<i>γυιος</i>, <i>καμπεσί</i>-<i>γυιος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρνακόγυιος Medium diacritics: λαρνακόγυιος Low diacritics: λαρνακόγυιος Capitals: ΛΑΡΝΑΚΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: larnakógyios Transliteration B: larnakoguios Transliteration C: larnakogyios Beta Code: larnako/guios

English (LSJ)

ον, epith. of Pan, apptly. from a pun on χηλή,

   A hoof, and χηλός, = λάρναξ, Theoc.Syrinx16.

German (Pape)

[Seite 16] heißt Pan, Theocr. Syr. (XV, 21), wahrscheinlich = χηλόπους, mit klauigen Füßen, vgl. χηλός u. χηλή.

Greek (Liddell-Scott)

λαρνᾰκόγυιος: -ον, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Πανὸς κατὰ τὸ φαινόμενον ἔκ τινος ἀφυοῦς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῶν λέξ. χηλὴ καὶ χηλὸς = λάρναξ, Ἀνθ. Π. 15. 21, 16· «λαρνακόγυιον δὲ τὸν Πᾶνα, ἐπεὶ χηλόπους ἐστί· λάρναξ δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτὸς» Σχόλ.

Greek Monolingual

λαρνακόγυιος, -ον (Α)
(το αρσ.) λαρνακόγυιος
προσωνυμία του Πανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, -ακος + -γυιος (< γυῖον «μέλος του σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερό-γυιος, καμπεσί-γυιος].