επωμίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(14)
(No difference)

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Greek Monolingual

(AM ἐπωμίζομαι) επωμίς
νεοελλ.
αναλαμβάνω το βάρος της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῡ πελάγους», Λουκιαν.).