λυκάβας: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=αντος (ὁ) :<br />année.<br />'''Étymologie:''' *λύκη, lumière, jour ; [[βαίνω]].
|btext=αντος (ὁ) :<br />année.<br />'''Étymologie:''' *λύκη, lumière, jour ; [[βαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λυκάβας]], -αντος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[έτος]] («τοῡ δ' αὐτοῡ λυκάβαντος ἐλεύσεται [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>σπαν.</b> [[μήνας]]<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μορφή]] της λ. θυμίζει παράγωγα, όπως [[κιλλίβας]], <i>ἀκρίβας</i>, [[ἀλίβας]], από τα οποία ορισμένα πιθ. να [[είναι]] [[σύνθετα]] από το [[θέμα]] του [[βαίνω]]. Η σημ. [[καθώς]] και η ετυμολ. του τ. [[είναι]] αβέβαιες. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί, από τις οποίες η πιο [[συνήθης]] θέλει τη λ. σύνθετη <span style="color: red;"><</span> <i>λυκ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[λύκη]], [[λύχνος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>ἄβα</i>, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «[[τροχός]]», δηλ. «ο [[τροχός]] του φωτός του ηλίου», από όπου και η σημ. «[[έτος]]» που έχει αποδοθεί στη λ. Η [[άποψη]] αυτή [[πάντως]] δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, δοθέντος ότι αμφισβητείται η [[ίδια]] η ύπαρξη και η σημ. του τ. <i>ἄβα</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. θεωρείται λυδική και σημαίνει «[[βασιλιάς]] τών Λυκίων», δηλ. Απόλλων, από όπου η λ. θα σήμαινε «[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. θεωρείται σύνθ. του [[λύκος]] και ερμηνεύεται ως «ώρα του λύκου», δηλ. [[χειμώνας]], από όπου και γενικά η σημ. «[[χρόνος]], [[έτος]]». 'Αλλοι πιστεύουν ότι η λ. [[είναι]] προελληνική και δηλώνει την [[τελετή]] [[προς]] τιμήν ενός θεού και τή συνδέουν με τον τ. [[Λυκαβηττός]]. Τέλος, έχει διατυπωθεί η [[υπόθεση]] ότι ο τ. αναφέρεται σε μια ανοιξιάτικη [[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του <i>Apollon</i> - <i>Souris</i>, ο [[οποίος]] σκοτώνει τα ποντίκια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Απόλλων Λύκειος</i>, <i>Απόλλων [[Σμινθεύς]]) και συνδέει τον τ. με ιρλδ. <i>luch</i> «[[ποντικός]]»].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκάβας Medium diacritics: λυκάβας Low diacritics: λυκάβας Capitals: ΛΥΚΑΒΑΣ
Transliteration A: lykábas Transliteration B: lykabas Transliteration C: lykavas Beta Code: luka/bas

English (LSJ)

[κᾰ], αντος, ὁ,

   A year, τοῦδ' αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ' Ὀδυσσεύς within this very year, Od.14.161, 19.306 (but 'this very month' acc. to D.Chr.7.84; perh. day, if Od.14.161-2 are spurious); εἶαρ . . ὅλῳ λ. παρείη Bion Fr.15.15; αὖθι μένων λυκάβαντα for a year, A.R.1.198; but acc. λυκάβαν IG12(2).129 (Mytilene, late):—the word is freq. in metr. epitaphs, ib.4.622 (Argos), Epigr.Gr.231 (Chios), 228 (Ephesus): hence    II λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, the hours that make up the year, AP5.12 (Phld.). (Arc. word, = ἐνιαυτός, acc. to AB1095.)

Greek (Liddell-Scott)

λῠκάβας: [κᾰ], αντος, ὁ, τὸ ἔτος, τοῦδ’ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται δῖος Ὀδυσσεύς, ἐντὸς αὐτοῦ τούτου τοῦ ἔτους, Ὀδ. Ξ. 161., Τ. 306˙ εἶαρ... ὅλῳ λ. παρείη Βίων 6. 15˙ αὖθι μένων λυκάβαντα, ἐπὶ ἓν ἔτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 198˙ ἀλλ’ αἰτιατ. λυκάβαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2169˙ - ἡ λέξις εἶναι συχνὴ ἐν ἐμμέτροις ἐπιταφίοις, αὐτόθι 1156, 2237, 3019, κ. ἀλλ.˙ καὶ ἐπὶ μεταγενεστέρων Ἑλληνικῶν καὶ Ρωμαϊκῶν νομισμάτων τὸ στοιχεῖον Λ προυτάσσετο τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ἔτους σημαῖνον λυκάβας, ὡς ἀποδείκνυται ἔκ τινος νομίσματος τοῦ Οὐεσπασιανοῦ, ἔνθα φαίνεται πλῆρες ἴδε Eckhel N. Doctr. 4. σ. 394˙ ἀλλὰ κατὰ Head ἐν Ἱστορίᾳ Νομισμάτων (μετάφρασις Σβορώνου) τὸ L τοῦτο εἶναι σύμβολον αἰγυπτιακὸν ἐπὶ τῶν παπύρων τιθέμενον πρὸς δήλωσιν ὅτι οἱ παρακολουθοῦντες χαρακτῆρες εἶναι ἀριθμητικοί. - Ἐντεῦθεν, ΙΙ. λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, αἱ ἀποτελοῦσαι τὸ ἔτος ὧραι, ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας, εἶναι δηλ. ἑξήκοντα ἐτῶν, Ἀνθ. Π. 5. 13. (Πιθ. ἐκ τοῦ *λύκη, βαίνω, = ἡ ὁδὸς τοῦ φωτός, ὁ δρόμος τοῦ ἡλίου. Ἀνόητός τις ἐτυμολογία ἐκ τοῦ λύκος, βαίνω ὑπάρχει παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 12, Εὐστ. 1756. 28˙ - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐκ τοῦ λυγαίως βαίνειν, ὅ ἐστι σκοτεινῶς˙ λεληθότως γὰρ ὁ χρόνος διέρχεται»).

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ) :
année.
Étymologie: *λύκη, lumière, jour ; βαίνω.

Greek Monolingual

λυκάβας, -αντος, ὁ (Α)
1. έτος («τοῡ δ' αὐτοῡ λυκάβαντος ἐλεύσεται Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
2. σπαν. μήνας
3. πιθ. ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή της λ. θυμίζει παράγωγα, όπως κιλλίβας, ἀκρίβας, ἀλίβας, από τα οποία ορισμένα πιθ. να είναι σύνθετα από το θέμα του βαίνω. Η σημ. καθώς και η ετυμολ. του τ. είναι αβέβαιες. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί, από τις οποίες η πιο συνήθης θέλει τη λ. σύνθετη < λυκ- (πρβλ. λύκη, λύχνος) + ἄβα, κατά τον Ησύχ. «τροχός», δηλ. «ο τροχός του φωτός του ηλίου», από όπου και η σημ. «έτος» που έχει αποδοθεί στη λ. Η άποψη αυτή πάντως δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, δοθέντος ότι αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξη και η σημ. του τ. ἄβα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. θεωρείται λυδική και σημαίνει «βασιλιάς τών Λυκίων», δηλ. Απόλλων, από όπου η λ. θα σήμαινε «γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνος». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. θεωρείται σύνθ. του λύκος και ερμηνεύεται ως «ώρα του λύκου», δηλ. χειμώνας, από όπου και γενικά η σημ. «χρόνος, έτος». 'Αλλοι πιστεύουν ότι η λ. είναι προελληνική και δηλώνει την τελετή προς τιμήν ενός θεού και τή συνδέουν με τον τ. Λυκαβηττός. Τέλος, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο τ. αναφέρεται σε μια ανοιξιάτικη γιορτή προς τιμήν του Apollon - Souris, ο οποίος σκοτώνει τα ποντίκια (πρβλ. Απόλλων Λύκειος, Απόλλων Σμινθεύς) και συνδέει τον τ. με ιρλδ. luch «ποντικός»].