μεγιστεύω: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(6_6)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγιστεύω''': εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[λίαν]] [[μέγας]], Ἀππ. Συρ. 58· πρβλ. [[ἀριστεύω]].
|lstext='''μεγιστεύω''': εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[λίαν]] [[μέγας]], Ἀππ. Συρ. 58· πρβλ. [[ἀριστεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγιστεύω]] (Α) [[μέγιστος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[μέγιστος]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστεύω Medium diacritics: μεγιστεύω Low diacritics: μεγιστεύω Capitals: ΜΕΓΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: megisteúō Transliteration B: megisteuō Transliteration C: megisteyo Beta Code: megisteu/w

English (LSJ)

   A to be or become very great, ἡ πόλις -εύσει App.Syr. 58.

German (Pape)

[Seite 110] der Größte sein oder werden, App. Syr. 58.

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστεύω: εἶμαι ἢ γίνομαι λίαν μέγας, Ἀππ. Συρ. 58· πρβλ. ἀριστεύω.

Greek Monolingual

μεγιστεύω (Α) μέγιστος
είμαι ή γίνομαι μέγιστος.