μεσαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_4)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσαῖος''': -α, -ον, = [[μέσος]], Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ [[μέσον]], ὁ αὐτ. ἐν «Γάμοις» 3· - Πιθ. ἐσχηματίσθη ἀντιστρόφως ἐκ τοῦ ὑπερθετ. [[μεσαίτατος]], κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ παλαιὸς (παλαίτατος).
|lstext='''μεσαῖος''': -α, -ον, = [[μέσος]], Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ [[μέσον]], ὁ αὐτ. ἐν «Γάμοις» 3· - Πιθ. ἐσχηματίσθη ἀντιστρόφως ἐκ τοῦ ὑπερθετ. [[μεσαίτατος]], κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ παλαιὸς (παλαίτατος).
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑM μεσαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που βρίσκεται στη [[μέση]], ο [[μέσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>(κοινων.)</b> «η μεσαία [[τάξη]]» — το [[στρώμα]] το οποίο στη [[διάρθρωση]] της κοινωνίας βρίσκεται [[ανάμεσα]] στην ισχυρότερη οικονομικά και κοινωνικά και στην ασθενέστερη [[τάξη]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει μέτριο [[ανάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεσαῑον</i><br />το [[μέσο]] ή η [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αίος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαῖος Medium diacritics: μεσαῖος Low diacritics: μεσαίος Capitals: ΜΕΣΑΙΟΣ
Transliteration A: mesaîos Transliteration B: mesaios Transliteration C: mesaios Beta Code: mesai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A = μέσος, Antiph.181: neut. as Subst., middle, Id.72.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαῖος: -α, -ον, = μέσος, Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ μέσον, ὁ αὐτ. ἐν «Γάμοις» 3· - Πιθ. ἐσχηματίσθη ἀντιστρόφως ἐκ τοῦ ὑπερθετ. μεσαίτατος, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ παλαιὸς (παλαίτατος).

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑM μεσαῑος, -α, -ον)
αυτός που βρίσκεται στη μέση, ο μέσος
νεοελλ.
φρ. (κοινων.) «η μεσαία τάξη» — το στρώμα το οποίο στη διάρθρωση της κοινωνίας βρίσκεται ανάμεσα στην ισχυρότερη οικονομικά και κοινωνικά και στην ασθενέστερη τάξη
μσν.
αυτός που έχει μέτριο ανάστημα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαῑον
το μέσο ή η μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -αίος].