μεταπορεύομαι: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=poursuivre par vengeance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], πορεύομαι. | |btext=poursuivre par vengeance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], πορεύομαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταπορεύομαι]] (ΑΜ) [[πορεύομαι]]<br />[[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[μετά]] από κάποιον, [[καταδιώκω]] κάποιον με εχθρικές διαθέσεις<br /><b>2.</b> εκδικούμαι κάποιον, [[τιμωρώ]]<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] ή [[επιδιώκω]] να αποκτήσω [[κάτι]], [[επιζητώ]] [[κάτι]] («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν [[ἀρχήν]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
A go after, follow up, ἔχθραν Lys.31.2; pursue, punish, τοὺς ἀποστήσαντας Plb.1.88.9; ἀσέβειαν Id.2.58.11, cf. J.AJ6.13.4. 2 seek after, canvass for, ἀρχήν Plb.10.4.2, cf. Πολέμων 1.30 (Demetrias). 3 change, βουλήν, ἤθη, Procop.Goth.4.34, Aed.6.2; ῥεῖθρον, of a river, ib.2.10. II go from one place to another, migrate, Pl.Lg.904c, PPetr.3p.129 (iii B.C.), PRev.Laws 44.10 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 152] Dep. pass., 1) sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, Plat. Legg. X, 904 c. – 2) nachgehen, τὴν ἀρχήν, ambire, sich um das Amt bewerben, Pol. 10, 4, 2; bes. feindlich verfolgen, nachsetzen, rächen, ἔχθραν μεταπορευόμενος, Lys. 31, 2; τὰ ἀδικήματα, τὴν ἀσέβειαν, Pol. 2, 8, 10. 58, 11 u. öfter; auch mit dem acc. der Person, bestrafen, 1, 88, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπορεύομαι: μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· ὑπάγω κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ μετέρχομαι, ἔχθραν Λυσ. 187· 1: καταδιώκω, τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. ὑπάγω ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, μεταναστεύω, μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C.
French (Bailly abrégé)
poursuivre par vengeance, acc..
Étymologie: μετά, πορεύομαι.
Greek Monolingual
μεταπορεύομαι (ΑΜ) πορεύομαι
μεταβάλλω, αλλάζω
αρχ.
1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις
2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ
3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.)
3. μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο («κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται», Πλάτ.).