ἄκλαυτος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄκλαυστος <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.)<br /><b class="num">1</b> [[no llorado]], [[sin llanto de duelo]] Πάτροκλος <i>Il</i>.22.386, cf. <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.), σῶμα <i>Od</i>.11.54, θάνατος Sol.22.5, A.<i>Eu</i>.565, E.<i>Hec</i>.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. φίλων S.<i>Ant</i>.847.<br /><b class="num">2</b> [[no susceptible de ser llorado o lamentado]], [[inmortal]] ἄκλαυτα ... τίκτειν τέκνα habla Tetis, E.<i>Andr</i>.1235.<br /><b class="num">3</b> [[que no sufre]], [[que no llora o vierte lágrimas]] οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι <i>Od</i>.4.494, μηδὲ ... ἔξεστ' ἀκλαύτῳ τῆσδ' ἀποστῆναι στέγης ni a ti te es posible marcharte de esta casa sin que te lamentes</i> S.<i>El</i>.912, ὄμματα A.<i>Th</i>.696, cf. Alcm.1.39, Nonn.<i>D</i>.15.386, <i>Par.Eu.Io</i>.11.35, de Alcestis, E.<i>Alc</i>.173.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄκλαυστος <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.)<br /><b class="num">1</b> [[no llorado]], [[sin llanto de duelo]] Πάτροκλος <i>Il</i>.22.386, cf. <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.), σῶμα <i>Od</i>.11.54, θάνατος Sol.22.5, A.<i>Eu</i>.565, E.<i>Hec</i>.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. φίλων S.<i>Ant</i>.847.<br /><b class="num">2</b> [[no susceptible de ser llorado o lamentado]], [[inmortal]] ἄκλαυτα ... τίκτειν τέκνα habla Tetis, E.<i>Andr</i>.1235.<br /><b class="num">3</b> [[que no sufre]], [[que no llora o vierte lágrimas]] οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι <i>Od</i>.4.494, μηδὲ ... ἔξεστ' ἀκλαύτῳ τῆσδ' ἀποστῆναι στέγης ni a ti te es posible marcharte de esta casa sin que te lamentes</i> S.<i>El</i>.912, ὄμματα A.<i>Th</i>.696, cf. Alcm.1.39, Nonn.<i>D</i>.15.386, <i>Par.Eu.Io</i>.11.35, de Alcestis, E.<i>Alc</i>.173.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλαυτος]], -ον) και άκλαυστος<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο [[αθρήνητος]]<br />«τον έθαψαν άκλαυτο»<br />«[[νέκυς]] [[ἄκλαυτος]] [[ἄθαπτος]] [[Πάτροκλος]]» <b>Όμ.</b><br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί<br />«άκλαυτο [[παιδί]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» <b>Όμ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν προκαλεί [[συγκίνηση]], δεν φέρνει κλάματα<br />«[[ούτε]] [[γάμος]] [[άκλαυτος]], [[ούτε]] [[νεκρός]] [[αγέλαστος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> <i>ἔκλαυσα</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκλαυτεὶ</i> (-<i>τὶ</i>) και <i>ἀκλαυστεὶ</i> (-<i>τί</i>].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλαυτος Medium diacritics: ἄκλαυτος Low diacritics: άκλαυτος Capitals: ΑΚΛΑΥΤΟΣ
Transliteration A: áklautos Transliteration B: aklautos Transliteration C: aklaftos Beta Code: a)/klautos

English (LSJ)

or ἄκλαυστος (the latter form has less Ms. authority), ον: (κλαίω):    I Pass., unwept, esp. without funeral lamentation, Il.22.386, Od.11.54, Sol.21; ὤλετ' ἄκλαυτος, ἄϊστος A.Eu.565: c. gen., φίλων ἄκλαυτος S.Ant.847: in E.Andr.1235 Thetis says, ἐγὼ γάρ, ἣν ἄκλαυτα χρῆν τίκτειν τέκνα... i.e. children not liable to death.    II Act., unweeping, tearless, οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494, cf.A.Th.696, E.Alc.173:—in S.El.912, = χαίρων, with impunity.

German (Pape)

[Seite 73] Hom. viermal, Iliad. 22, 386 κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος, unbeweint; Od. 11, 54 σῶμα γὰρ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον; 72 μή μ' ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν; – Od. 4. 494 οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, ἐπὴν εὗ πάντα πύθηαι, nicht weinend, thränenlos; – Soph. Ant. 847 φίλων ἄκλαυτος, von Freunden nicht beweint.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλαυτος: ἢ ἄκλαυστος, ον, ὁ πρῶτος εἶναιμόνος τύπος, ὃν ἔχει ὁ Ὅμηρος, ἴσως δὲ καὶ οἱ Τραγικοί: (κλαίω): Ι. παθ., ὁ μὴ κλαυθείς, ἰδίως ἄνευ τοῦ ἐπικηδείου θρήνου, Ἰλ. Χ. 386, Ὀδ. Λ. 54, Σόλων 21· ὤλετ’ ἄκλαυτος, ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· μετὰ γεν. φίλων ἄκλαυτος, Σοφ. Ἀντ. 847. ― Ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1235 ἡ Θέτις λέγει, ἐγὼ γὰρ ἢν ἄκλαυτ’ ἐχρῆν τίκτειν τέκνα ..., ὅ ἐ. τέκνα μὴ ὑποκείμενα εἰς θάνατον. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κλαίων, μὴ δακρύων, οὐδὲ σέ φημι δήν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, Ὀδ. Δ. 494, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 696, Εὐρ. Ἄλκ. 173. ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 912 = χαίρων, ἀφόβως, νηποινεί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mieux que ἄκλαυστος;
1 non pleuré : ἄκλαυτος φίλων SOPH non pleurée par mes amis;
2 qui n’a pas pleuré ou ne pleure pas ; particul. qui ne pleure pas (parce qu’il échappe au châtiment), sans avoir lieu de s’en repentir, impuni.
Étymologie: ἀ, κλαίω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἄκλαυστος AP 7.247 (Alc.Mess.)
1 no llorado, sin llanto de duelo Πάτροκλος Il.22.386, cf. AP 7.247 (Alc.Mess.), σῶμα Od.11.54, θάνατος Sol.22.5, A.Eu.565, E.Hec.30
c. gen. subjet. φίλων S.Ant.847.
2 no susceptible de ser llorado o lamentado, inmortal ἄκλαυτα ... τίκτειν τέκνα habla Tetis, E.Andr.1235.
3 que no sufre, que no llora o vierte lágrimas οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494, μηδὲ ... ἔξεστ' ἀκλαύτῳ τῆσδ' ἀποστῆναι στέγης ni a ti te es posible marcharte de esta casa sin que te lamentes S.El.912, ὄμματα A.Th.696, cf. Alcm.1.39, Nonn.D.15.386, Par.Eu.Io.11.35, de Alcestis, E.Alc.173.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλαυτος, -ον) και άκλαυστος
1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος
«τον έθαψαν άκλαυτο»
«νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ.
2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί
«άκλαυτο παιδί»
αρχ.
«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.
νεοελλ.
αυτός που δεν προκαλεί συγκίνηση, δεν φέρνει κλάματα
«ούτε γάμος άκλαυτος, ούτε νεκρός αγέλαστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητικό + ἔκλαυσα < κλαίω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκλαυτεὶ (-τὶ) και ἀκλαυστεὶ (-τί].