ἀκρίς: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκρις]] (-ιος), η (Α)<br />(ποιητική [[λέξη]] [[συνήθως]] στον πληθυντικό) [[κορυφή]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική [[επαύξηση]] της ρίζας <i>ἄκ</i>-<i>ρι</i>-<i>ς</i>. Βλ. [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=[[ἄκρις]] (-ιος), η (Α)<br />(ποιητική [[λέξη]] [[συνήθως]] στον πληθυντικό) [[κορυφή]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική [[επαύξηση]] της ρίζας <i>ἄκ</i>-<i>ρι</i>-<i>ς</i>. Βλ. [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκρίς]] (-[[ίδος]]), η (AM)<br /><b>βλ.</b> [[ακρίδα]].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρίς Medium diacritics: ἀκρίς Low diacritics: ακρίς Capitals: ΑΚΡΙΣ
Transliteration A: akrís Transliteration B: akris Transliteration C: akris Beta Code: a)kri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A grasshopper, locust, cricket, Il.21.12, Ar.Ach.1116, Arist.HA555b18, Thphr.Fr.174.3, Theoc.7.41, LXXEx.10.4, etc.:— sg., in collective sense, Men.Prot.p.108D.; πολλὴ ἀ. Heph.Astr. 1.21.

German (Pape)

[Seite 82] ίδος, ἡ, Heuschrecke, Hom. einmal, Iliad. 21, 12; oft in der Anth., wo sie als ἀρουραίη μοῦσα gefeiert wird, Mel. 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρίς: -ίδος, ἡ, ἀκρίς, Λατ. gryllus, Ἰλ. Φ. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1116, καὶ ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sauterelle, insecte.
Étymologie: DELG ἀ- prosth., κρίζω.

English (Autenrieth)

ίδος: locust, pl., Il. 21.12†.

English (Strong)

apparently from the same as ἄκρον; a locust (as pointed, or as lighting on the top of vegetation): locust.

English (Thayer)

(ίδος, ἡ (from Homer down), a locust, particularly that species which especially infests oriental countries, stripping fields and trees. Numberless swarms of them almost every spring are carried by the wind from Arabia into Palestine, and having devastated that country migrate to regions farther north, until they perish by falling into the sea. The Orientals are accustomed to feed upon locusts, either raw or roasted and seasoned with salt (or prepared in other ways), and the Israelites also (according to Winer s RWB under the word Heuschrecken; Furrer in Schenkel iii., p. 78f; (BB. DD., Smith's Bible Dictionary, Locust under the word; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 313ff)): Revelation 9:2,5f, 8-12; see Dusterdieck at the passage.

Greek Monolingual

ἄκρις (-ιος), η (Α)
(ποιητική λέξη συνήθως στον πληθυντικό) κορυφή όρους ή λόφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη ρίζα ακ- «αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική επαύξηση της ρίζας ἄκ-ρι-ς. Βλ. λήμμα ακ-].

Greek Monolingual

ἀκρίς (-ίδος), η (AM)
βλ. ακρίδα.