αλγώ: Difference between revisions
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(2) |
(No difference)
|
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(2) |
(No difference)
|
ἀλγῶ (-έω) (Α)
1. αισθάνομαι άλγος, σωματικό πόνο
2. είμαι ασθενής, υποφέρω
3. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπάμαι
4. (το παθ. με μέσ. σημ.) πάσχω, πονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος.
ΠΑΡ. ἀλγηδών αρχ. ἄλγημα, ἄλγησις.