αλυχτώ: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(3) |
(No difference)
|
(-άω)
1. υλακτώ, γαβγίζω
2. φωνάζω, βρίζω
3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ ΙΙ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ.