ἀντικαταλαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(big3_5) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ocupar a su vez]] τὰν τῶν καρρόνων χώραν Ti.Locr.102d, λόφον D.C.36.47.2, cf. 42.31.3.<br /><b class="num">2</b> jur. [[responder con otro proceso]] Pl.Com.103A. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[ocupar a su vez]] τὰν τῶν καρρόνων χώραν Ti.Locr.102d, λόφον D.C.36.47.2, cf. 42.31.3.<br /><b class="num">2</b> jur. [[responder con otro proceso]] Pl.Com.103A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἀντικαταλαμβάνω]])<br />[[καταλαμβάνω]] κι εγώ μια [[τοποθεσία]] για ν' αντιμετωπίσω τον αντίπαλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀντικαταλαμβάνω]] [[δίκην]]» — [[κάνω]] [[αίτηση]] για [[επανάληψη]] της δίκης. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
A take possession of in turn, Ti.Locr.102d. II = ἀντιλαγχάνω, δίκην Pl.Com.9D. III occupy in opposition, λόφον D.C.36.47, cf. 42.31.
German (Pape)
[Seite 252] (s. λαμβάνω), dagegen einnehmen, Tim. Locr. 102 d; Dio C.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαταλαμβάνω: καταλαμβάνω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Τίμ. Λοκρ. 102 D.
Spanish (DGE)
1 ocupar a su vez τὰν τῶν καρρόνων χώραν Ti.Locr.102d, λόφον D.C.36.47.2, cf. 42.31.3.
2 jur. responder con otro proceso Pl.Com.103A.
Greek Monolingual
(Α ἀντικαταλαμβάνω)
καταλαμβάνω κι εγώ μια τοποθεσία για ν' αντιμετωπίσω τον αντίπαλο
αρχ.
φρ. «ἀντικαταλαμβάνω δίκην» — κάνω αίτηση για επανάληψη της δίκης.