ἀποφορά: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ᾶς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ή Aret.<i>SA</i> 1.10.6<br /><b class="num">I</b> c. idea de separación<br /><b class="num">1</b> [[pago]], [[tributo]] κατ' ἐνιαυτόν Hdt.2.109, τελεῖν ἀποφοράς Plu.<i>Thes</i>.23, cf. <i>Arist</i>.24.<br /><b class="num">2</b> [[efluvio]], [[olor]] [[βορβορώδης]] Str.12.8.19, cf. Plu.2.647f, Aret.<i>SA</i> 1.10, τοῦ πνεύματος D.H.10.53, ἀπὸ τοῦ νεκροῦ D.S.24.12, τῆς δυσώδους ἀποφορᾶς <i>IMEG</i> 97.25 (II d.C.), ῥόδων Dsc.4.45, οἴνου <i>Gp</i>.7.7.5, τῶν δαφνῶν Hdn.1.12.2<br /><b class="num">•</b>[[emanación]] del excremento, Anon.Lond.<i>Fr</i>.6<br /><b class="num">•</b>[[destello brillo]] τοῦ πυρός Sch.Er.<i>Il</i>.21.355 (p.113).<br /><b class="num">3</b> [[supresión]], [[eliminación]] c. gen. obj. ἀποφορᾷ δηλοῖ τὸ ἐναντίον· ἡ γὰρ στέρησις ... αὕτη δὲ ἀ. θατέρου Arist.<i>Metaph</i>.1046<sup>b</sup>14.<br /><b class="num">4</b> fig. [[seducción]] νοῦς, [[ἀκάθεκτος]] καὶ ... ἕτοιμος εἰς ἀποφοράν Cyr.Al.M.68.592C.<br /><b class="num">II</b> c. idea de acercamiento y beneficio para el suj.<br /><b class="num">1</b> [[derecho de llevarse porciones del sacrificio]] τοῦ χοίρου οὐκ ἀ. <i>IC</i> 37.46, 59, 63 (IV/III a.C.), cf. <i>IC</i> 38.4, 10.<br /><b class="num">2</b> [[beneficio]], [[renta]] τοὺς γεωργοὺς ... ἀποφορὰν φέροντας Arist.<i>Pol</i>.1264<sup>a</sup>33, ἀποφέρειν ἀποφοράν Plu.2.239e, βαλανείου <i>BGU</i> 362.9.2 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>esp. del beneficio que un esclavo obtiene para su amo δύ' ὀβολοὺς ἀποφορὰν ἔφερε Aeschin.1.97, cf. Bio Bor.17, Thphr.<i>Char</i>.30.15, D.L.7.169, Men.<i>Fr</i>.364, πράττειν X.<i>Ath</i>.1.11, κομίσασθαι And.<i>Myst</i>.38, ἀποφορὰν ἀποδόντες Men.<i>Epit</i>.380, cf. <i>PMeyer</i> 8.12 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[disfrute]] τῶν περιγινομένων <i>BGU</i> 1573.28 (II d.C.). | |dgtxt=-ᾶς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ή Aret.<i>SA</i> 1.10.6<br /><b class="num">I</b> c. idea de separación<br /><b class="num">1</b> [[pago]], [[tributo]] κατ' ἐνιαυτόν Hdt.2.109, τελεῖν ἀποφοράς Plu.<i>Thes</i>.23, cf. <i>Arist</i>.24.<br /><b class="num">2</b> [[efluvio]], [[olor]] [[βορβορώδης]] Str.12.8.19, cf. Plu.2.647f, Aret.<i>SA</i> 1.10, τοῦ πνεύματος D.H.10.53, ἀπὸ τοῦ νεκροῦ D.S.24.12, τῆς δυσώδους ἀποφορᾶς <i>IMEG</i> 97.25 (II d.C.), ῥόδων Dsc.4.45, οἴνου <i>Gp</i>.7.7.5, τῶν δαφνῶν Hdn.1.12.2<br /><b class="num">•</b>[[emanación]] del excremento, Anon.Lond.<i>Fr</i>.6<br /><b class="num">•</b>[[destello brillo]] τοῦ πυρός Sch.Er.<i>Il</i>.21.355 (p.113).<br /><b class="num">3</b> [[supresión]], [[eliminación]] c. gen. obj. ἀποφορᾷ δηλοῖ τὸ ἐναντίον· ἡ γὰρ στέρησις ... αὕτη δὲ ἀ. θατέρου Arist.<i>Metaph</i>.1046<sup>b</sup>14.<br /><b class="num">4</b> fig. [[seducción]] νοῦς, [[ἀκάθεκτος]] καὶ ... ἕτοιμος εἰς ἀποφοράν Cyr.Al.M.68.592C.<br /><b class="num">II</b> c. idea de acercamiento y beneficio para el suj.<br /><b class="num">1</b> [[derecho de llevarse porciones del sacrificio]] τοῦ χοίρου οὐκ ἀ. <i>IC</i> 37.46, 59, 63 (IV/III a.C.), cf. <i>IC</i> 38.4, 10.<br /><b class="num">2</b> [[beneficio]], [[renta]] τοὺς γεωργοὺς ... ἀποφορὰν φέροντας Arist.<i>Pol</i>.1264<sup>a</sup>33, ἀποφέρειν ἀποφοράν Plu.2.239e, βαλανείου <i>BGU</i> 362.9.2 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>esp. del beneficio que un esclavo obtiene para su amo δύ' ὀβολοὺς ἀποφορὰν ἔφερε Aeschin.1.97, cf. Bio Bor.17, Thphr.<i>Char</i>.30.15, D.L.7.169, Men.<i>Fr</i>.364, πράττειν X.<i>Ath</i>.1.11, κομίσασθαι And.<i>Myst</i>.38, ἀποφορὰν ἀποδόντες Men.<i>Epit</i>.380, cf. <i>PMeyer</i> 8.12 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[disfrute]] τῶν περιγινομένων <i>BGU</i> 1573.28 (II d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀποφορά]]) [[αποφέρω]]<br />[[δυσοσμία]] από αναθυμιάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πληρωμή]] οφειλών, [[καταβολή]] φόρων<br /><b>2.</b> χρήματα που οι μισθωμένοι σε τρίτους δούλοι απέφεραν στον κύριο τους<br /><b>3.</b> (γενικά) [[εισόδημα]], [[κέρδος]], [[ενοίκιο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἀποφέρω)
A payment of what is due, tax, tribute, Hdt. 2.109, Plu.Thes.23, etc.: esp. money which slaves let out to hire paid to their master, ἀποφορὰς πράττειν X.Ath.1.11; ἀ.κομίσασθαι And.1.38; φέρειν Aeschin.1.97, Men.431; ἀποδόντες Id.Epit.163: generally, return, profit, rent, ἀποφορὰν φέρειν Arist.Pol.1264a33; ἀποφέρειν Plu.2.239e; ἀ. βαλανείου BGU362 ix 2(iii A. D.); contribution, war-tax, ἀ. τελεῖν Plu.Arist.24. II effluvia, D.H.10.53, D.S.24.12, Plu.2.647f, Aret.SA1.10; ἡ ἀ. τοῦ πυρός Sch.Il.Oxy.221 xvii8. 2 absorption of περίττωμα, Anon.Lond.Fr.1.6. III in Logic. = στέρησις, privation, Arist.Metaph.1046b15, cf. Alex. Aphr. adloc. IV right to carry away portions of sacrifice, SIG1025.46,al.,1026.4(Cos, iv/iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 335] ἡ, 1) das Wegtragen, Wegnehmen, Arist., Ggstz πρόσθεσις. – 2) Abtragung des Schuldigen, Tribut, ἐπιτελέειν Her. 2, 109. – 3) Ertrag, bes. was die Sklaven durch ihre Arbeit den Herren einbringen, Aesch. 1, 79; Andoc. 1, 38; ἀποφορὰν φέρειν Arist. pol. 2. 5; Plut. Lyc. 8; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 78 f; Men. bei Suid. v. ἀμφορεαφόρος Harpocr.; übh. Gewinn. – 4) Ausdünstung, Geruch, Hdn. 1, 12, 3; vgl. D. Hal. 10, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφορά: ἡ, (ἀποφέρω) ἀποκομιδὴ ἢ καταβολὴ φόρων, Ἡρόδ. 2. 109, Πλουτ. Θησ. 23, κτλ., κυρίως τὰ χρήματα ἅπερ οἱ μισθούμενοι εἰς ἄλλους δοῦλοι ἀπέφερον εἰς τὸν κύριον αὑτῶν, ἀποφορὰς πράττειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1.11· ἀποφορὰν κομίζεσθαι Ἀνδοκ. 6. 11 φέρειν Αἰσχίν. 14. 1, Μένανδ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 6, Βοίκχ. Πολ. Οἰ. 1. 99: καθόλου εἰσόδημα, κέρδος, ἐνοίκιον, ἀποφορὰν φέρειν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 22· τελεῖν Πλουτ. Ἀριστείδ. 24., Ἠθικ 2. 239D. II. τὸ ἀπό τινος πράγματος προερχόμενον, καπνός, ὀσμή, δυσωδία, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 10, Πλούτ. 2. 647F, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ στέρησις Ἀριστ. Μεταφ. 8. 2, 3, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. σ. 463.33.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
I. 1 tribut, contribution;
2 revenu, rente ; particul. produit d’un esclave, càd ce qu’il rapporte à son maître quand il travaille au dehors;
II. émanation, exhalaison.
Étymologie: ἀποφέρω.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón. -ή Aret.SA 1.10.6
I c. idea de separación
1 pago, tributo κατ' ἐνιαυτόν Hdt.2.109, τελεῖν ἀποφοράς Plu.Thes.23, cf. Arist.24.
2 efluvio, olor βορβορώδης Str.12.8.19, cf. Plu.2.647f, Aret.SA 1.10, τοῦ πνεύματος D.H.10.53, ἀπὸ τοῦ νεκροῦ D.S.24.12, τῆς δυσώδους ἀποφορᾶς IMEG 97.25 (II d.C.), ῥόδων Dsc.4.45, οἴνου Gp.7.7.5, τῶν δαφνῶν Hdn.1.12.2
•emanación del excremento, Anon.Lond.Fr.6
•destello brillo τοῦ πυρός Sch.Er.Il.21.355 (p.113).
3 supresión, eliminación c. gen. obj. ἀποφορᾷ δηλοῖ τὸ ἐναντίον· ἡ γὰρ στέρησις ... αὕτη δὲ ἀ. θατέρου Arist.Metaph.1046b14.
4 fig. seducción νοῦς, ἀκάθεκτος καὶ ... ἕτοιμος εἰς ἀποφοράν Cyr.Al.M.68.592C.
II c. idea de acercamiento y beneficio para el suj.
1 derecho de llevarse porciones del sacrificio τοῦ χοίρου οὐκ ἀ. IC 37.46, 59, 63 (IV/III a.C.), cf. IC 38.4, 10.
2 beneficio, renta τοὺς γεωργοὺς ... ἀποφορὰν φέροντας Arist.Pol.1264a33, ἀποφέρειν ἀποφοράν Plu.2.239e, βαλανείου BGU 362.9.2 (III d.C.)
•esp. del beneficio que un esclavo obtiene para su amo δύ' ὀβολοὺς ἀποφορὰν ἔφερε Aeschin.1.97, cf. Bio Bor.17, Thphr.Char.30.15, D.L.7.169, Men.Fr.364, πράττειν X.Ath.1.11, κομίσασθαι And.Myst.38, ἀποφορὰν ἀποδόντες Men.Epit.380, cf. PMeyer 8.12 (II d.C.)
•disfrute τῶν περιγινομένων BGU 1573.28 (II d.C.).
Greek Monolingual
η (Α ἀποφορά) αποφέρω
δυσοσμία από αναθυμιάσεις
αρχ.
1. πληρωμή οφειλών, καταβολή φόρων
2. χρήματα που οι μισθωμένοι σε τρίτους δούλοι απέφεραν στον κύριο τους
3. (γενικά) εισόδημα, κέρδος, ενοίκιο.